- ανεξερεύνητος
- η , ο [ος , ον ]1) неисследованный; 2) недоступный для исследования; непостижимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνεξερεύνητος — not to be searched out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξερεύνητος — η, ο (AM ἀνεξερεύνητος, ον) αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί … Dictionary of Greek
ανεξερεύνητος — η, ο αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί: Ελάχιστες περιοχές της Γης είναι ακόμη ανεξερεύνητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεξερευνήτως — ἀνεξερεύνητος not to be searched out adverbial ἀνεξερεύνητος not to be searched out masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξερεύνητον — ἀνεξερεύνητος not to be searched out masc/fem acc sg ἀνεξερεύνητος not to be searched out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξερευνήτοις — ἀνεξερεύνητος not to be searched out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξερευνήτου — ἀνεξερεύνητος not to be searched out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξερευνήτων — ἀνεξερεύνητος not to be searched out masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξερευνήτῳ — ἀνεξερεύνητος not to be searched out masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξερεύνητα — ἀνεξερεύνητος not to be searched out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξερεύνητε — ἀνεξερεύνητος not to be searched out masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)